- παιδαγωγίας
- παιδαγωγίᾱς , παιδαγωγίαoffice of afem acc plπαιδαγωγίᾱς , παιδαγωγίαoffice of afem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδαγωγία — η (Α παιδαγωγία) [παιδαγωγός] η αγωγή και η μόρφωση τών παιδιών, η εκπαίδευση («τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτους κακής παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. το λειτούργημα, το επάγγελμα τού παιδαγωγού 2. η… … Dictionary of Greek
παιδαγώγημα — παιδαγώγημα, τὸ (Α) [παιδαγωγώ] 1. παιδαγωγίας μέθοδος διαπαιδαγώγησης 2. διδασκαλία, παιδαγωγικό αντικείμενο … Dictionary of Greek